ἐκπρήσσω

ἐκπρήσσω
ἐκπρήσσω, [dialect] Ion. for ἐκπράσσω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκπρήσσω — βλ. εκπράσσω …   Dictionary of Greek

  • εκπράσσω — ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α) 1. αποπερατώνω, κατορθώνω 2. καταστρέφω, σκοτώνω 3. απαιτώ, εισπράττω 4. τιμωρώ, εκδικούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”